Ντουργκά

Ντουργκά
Θηλυκή ινδική θεότητα, της οποίας το όνομα σημαίνει «η Απρόσιτη». Η μορφή της είναι αποτέλεσμα συγχώνευσης διαφόρων παρόμοιων θεοτήτων, γι’ αυτό άλλωστε και η συμπεριφορά της είναι ασυνεπής· άλλοτε είναι αγαθή και ευεργετική και άλλοτε σκληρή και αιμοχαρής. Γνωστή επίσης με τα ονόματα Ούμα, Παρβάτι, Κάλι και ως σύζυγος του Σίβα, συμβολίζει την καταστρεπτική δύναμη. Περίφημος είναι ο μύθος, κατά τον οποίο από αυτήν και τον Σίβα γεννήθηκε ο Κουμάρα ή Σκάντα, θεός του πολέμου· σύμφωνα με άλλο μύθο, αυτός γεννήθηκε μόνο από τον Σίβα. Λατρευόμενη ιδιαίτερα από τους σάκτα (εκείνους που πιστεύουν στην Ν.), η θεά ταυτίζεται από αυτούς με μια δημιουργό και καταστρεπτική κοσμική δύναμη, σύμβολο της υπέρτατης απελευθέρωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Παρβάτι — Ινδική θεά, σύζυγος του Σίβα, γνωστή και με τα ονόματα Ντουργκά, Κάλι και Ούμα. Κόρη του Ντάκσα, έπεσε στη φωτιά κατά τη διάρκεια μιας φιλονικίας με τον Σίβα, και ξαναγεννήθηκε ύστερα ως Ντουργκά, τρομερή θεότητα, κόρη του Χιμαλάγια. Βοηθούμενη… …   Dictionary of Greek

  • Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… …   Dictionary of Greek

  • ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

  • στούπα — Αρχαίο μνημείο, που συνδέεται με τη βουδιστική θρησκεία και κατάγεται από τον νεκρικό τύμβο· πράγματι, όπως κι αυτός, η σ. έχει ημισφαιρικό θόλο, που στηρίζεται σε κυλινδρικό τύμπανο. Πάνω από τον θόλο (άντα) υψωνόταν κυβικός όγκος (χαρμίκα) που… …   Dictionary of Greek

  • τάντρα — Σύνολο ιερών ινδικών κειμένων μυστικισμού και μαγικού χαρακτήρα, που συντάχθηκαν στη σανσκριτική (Τ. = Βιβλία) και στα οποία βασίζεται ο ταντρισμός. Τα Τ. χρονολογούνται από τον 5o αι. μ.Χ., συντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό μορφή διαλόγου …   Dictionary of Greek

  • Κάλι — I Ινδική θεότητα, που ταυτίζεται με την Ντουργκά, σύζυγο του Σίβα. Συμβολίζει την τρομερή όψη των δυνάμεων της φύσης και λατρεύεται ως θεά του θανάτου. Σε μερικές αιρέσεις γιόγκα αντιπροσωπεύει το σύμβολο της ριζικής δύναμης που κατευθύνει το… …   Dictionary of Greek

  • Σάκτι — (σύζυγος, δύναμη). Σύζυγοι των θεών των Ινδών και, ταυτόχρονα, δύναμη μέσω της οποίας αυτοί δημιουργούν, συντηρούν και καταστρέφουν τους κόσμους. Οι γνωστότερες Σ. είναι η Ντουργκά Κάλι Παρβάτι του Σίβα και η Σρι – Λάκσμι – Ράντα του Βισνού –… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”